Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τυμβήρης θ

См. также в других словарях:

  • τυμβήρης — entombed masc/fem acc pl (attic epic doric) τυμβήρης entombed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τυμβήρης entombed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβήρης — ῆρες, ΜΑ ενταφιασμένος αρχ. όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. ήρης* (Ι) (πρβλ. φρεν ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • τυμβήρει — τυμβήρης entombed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τυμβήρης entombed masc/fem/neut dat sg τυμβήρεϊ , τυμβήρης entombed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβήρη — τυμβήρης entombed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τυμβήρης entombed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τυμβήρης entombed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβήρεις — τυμβήρης entombed masc/fem acc pl τυμβήρης entombed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»